- ἐπιταγῆς
- ἐπιταγήimpositionfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιταγῇς — ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 2nd sg ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 2nd sg ἐπιτάσσω put upon aor subj pass 2nd sg ἐπιταγή imposition fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαργυρώνω — (Α ἐξαργυρώ( όω) νεοελλ. ρευστοποιώ, εκποιώ, καταβάλλω ή παίρνω σε χρήμα την αξία συναλλαγματικής, επιταγής, λαχείου που κέρδισε κ.λπ. αρχ. μετατρέπω σε χρήμα, πουλώ («ἔδοξέ μοι τά ἡμίσεα πάσης τῆς ούσίης έξαργυρώσαντα», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
εξαργύρωση — η [εξαργυρώνω] μετατροπή ακινήτων ή τίτλων σε χρήμα, εκποίηση, ρευστοποίηση («εξαργύρωση επιταγής, ομολογίας, λαχείου» κ.λπ.) … Dictionary of Greek
επιταγή — Πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος … Dictionary of Greek
παραγραφή — Απόσβεση αξίωσης που απορρέει από έννομο δικαίωμα ή από λειτούργημα ή καθήκον, όταν η αξίωση αυτή από αδράνεια του δικαιούχου ή του αρμόδιου λειτουργού δεν έχει ασκηθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σε όλες τις περιπτώσεις, δικαιολογητικός λόγος … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
ταγαίος — αία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐξ ἐπιταγής τι ποιῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγός + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek
ακροαματική διαδικασία — Νομικός όρος που κατά τις σύγχρονες δημοκρατικές αντιλήψεις, τείνει να πάρει τη θέση του όρου δίκη. Σημαίνει τη διερεύνηση μιας δικαστικής υπόθεσης, κυρίως ποινικής, από το αρμόδιο δικαστήριο, μπροστά στο κοινό, που ονομάζεται ακροατήριο (βλ. λ.) … Dictionary of Greek
διατηρητέα κτίρια — Μεμονωμένα κτίρια ή συγκροτήματα ή τμήματα κτιρίων και στοιχεία του χώρου που τα περιβάλλει, αλλά και στοιχεία του φυσικού ή και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, όπως αυλές, κήποι, θύρες και κρήνες, καθώς και μεμονωμένα στοιχεία πολεοδομικού… … Dictionary of Greek
ιδιώνυμο αδίκημα — Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α.… … Dictionary of Greek